Κάποτε είχε βρεθεί ο Βούδας σε ένα χωριό. Στο ίδιο μέρος, το μοναχοπαίδι μιας πλούσιας γυναίκας, της Κίσα Γκαουτάμι, είχε πεθάνει εκείνες τις μέρες. Η άτυχη μητέρα πήγαινε από σπίτι σε σπίτι ρωτώντας τους συγχωριανούς της με ποιον τρόπο θα μπορούσε να φέρει το παιδί της πίσω στη ζωή. Κάποιος την προέτρεψε να βρει τον Βούδα, ο οποίος ήταν ο μόνος που ίσως είχε το φάρμακο που θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Η γυναίκα έτρεξε, με το νεκρό παιδί στην αγκαλιά της και όταν τον βρήκε, τον ρώτησε:
– Δάσκαλε, πέθανε ο γιος μου ο μονάκριβος. Έχεις κάποιο φάρμακο το οποίο θα μπορούσε να τον φέρει πίσω στη ζωή;
– Ναι, έχω, αποκρίθηκε ο Βούδας.
Κατά το έθιμο της εποχής ο ασθενής έπρεπε να παράσχει τα βότανα για την κατασκευή του φαρμάκου, οπότε η γυναίκα ρώτησε το Βούδα τι θα χρειαζόταν να του φέρει για να το παρασκευάσει.
– Θα χρειαστώ μόνο κάποιους σπόρους από σινάπι, της απάντησε
Η γυναίκα ήθελε απελπισμένα να πιστέψει ότι το φάρμακο θα δούλευε αλλά ταυτόχρονα εντυπωσιάστηκε από την απλότητα των πρώτων υλών του. Υποσχέθηκε να του φέρει τους σπόρους αμέσως.
– Με έναν όρο, κόρη μου. Οι σπόροι θα πρέπει να προέρχονται από ένα σπίτι όπου κανένα παιδί, κανένας γονιός, κανένας σύζυγος και κανένας σκλάβος δεν έχει πεθάνει, είπε ο δάσκαλος.
Η Κίσα έγνεψε καταφατικά και έφυγε γεμάτη ελπίδα για να τους βρει. Με το παιδί στην αγκαλιά της άρχισε να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι ζητώντας τους σπόρους σιναπιού.
– Ορίστε, οι σπόροι καλή μου γυναίκα. Όλοι οι συγχωριανοί ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν. Όταν όμως τους ρωτούσε αν κάποιος είχε πεθάνει της απαντούσαν: «Μα τι ρωτάς κυρία μου; Οι νεκροί είναι πολλοί, οι ζωντανοί λίγοι». «Έχασα το γιο μου». «Πέθανε ο πατέρας μου». «Σκοτώθηκε ο σκλάβος μου»
Στο τέλος, αφού γύρισε όλα τα σπίτια, μην μπορώντας να βρει ούτε ένα όπου κανένας δεν είχε πεθάνει, το μυαλό της φωτίστηκε. Συνειδητοποίησε πως το να υποφέρουμε είναι μέρος της ζωής. Συνειδητοποίησε πως ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και θα συμβεί σε όλους μας. Μόνο τότε κατάφερε να σταματήσει το πένθος της. Έθαψε το γιο της στο δάσος και γύρισε για να τιμήσει το δάσκαλο και να γίνει μαθήτριά του.
Έχει μεγάλη θεραπευτική δύναμη η συνειδητοποίηση πως η απάντηση στην ερώτηση: «Γιατί να τύχει αυτό σε μένα» είναι: «Δεν τυχαίνει μόνο σε σένα. Συμβαίνει σε όλους». Είναι πολύ καταπραϋντικό να καταλαβαίνεις πως τη δυσκολία που βιώνεις τώρα εξ αιτίας της κρίσης, εξ αιτίας μιας απώλειας, εξ αιτίας μιας ατυχίας, τη μοιράζεσαι με πολλούς ανθρώπους. Δεν είσαι μόνος σε αυτό. Μπορείς να αντλήσεις πολύ κουράγιο αν αποδεχθείς ότι ο πόνος είναι αναπόφευκτος και στενά συνυφασμένος με τη ζωή. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της. Είναι βασικό συστατικό της.
Η πάλη με την αλήθεια αυτή παρατείνει και πιθανώς προκαλεί και επιτείνει τα αρνητικά συναισθήματα που η κατάσταση ενέχει από μόνη της. Όσο δύσκολο κι αν είναι, αξίζει να κάνεις ειρήνη με ό,τι σε βρήκε. Μόνο τότε θα μπορέσεις να προχωρήσεις. Μόνο τότε θα καταφέρεις να ζήσεις ξανά.